30/12/09


Έτυχε κάποτε να βρεθώ στην Αίγυπτο για λίγες μέρες, στην Αλεξάνδρεια. Η Αλεξάνδρεια είναι μια πόλη που ή τη βαριέσαι απ' τη δεύτερη μέρα ή τη συνηθίζεις αμέσως και δε θέλεις να φύγεις πια. Εγώ δεν μπόρεσα να τη συνηθίσω. Έτσι πολυθόρυβη που είναι, και τόσο πεζή, μου 'κανε την εντύπωση γυναίκας που μιλεί δυνατά και φορεί πλούσια και φανταχτερά φορέματα. Η ανία με είχε κιόλας κυριέψει, όταν θυμήθηκα τα λόγια του φίλου μου Πορφύρα: "Σαν πας εκεί κάτω πήγαινε να δεις τον ποιητή Καβάφη. Είμαι βέβαιος πως αξίζει τον κόπο να κάνει κανείς το ταξίδι αυτό μόνο και μόνο για να τον γνωρίσει".Εζήτησα λοιπόν να με πάνε και να με συστήσουνε. Ο Καβάφης δε δέχεται με πολλή ευχαρίστηση τους ξένους, μου είχαν πει, κι γι' αυτό επήγαινα με κάποιο φόβο. Ωστόσο με δέχτηκε μ' αρκετή εγκαρδιότητα. Με την ευγενικότατη φωνή του, στην οποία διακρίνεται καθαρά ένας ξένικος τόνος -Θεός φυλάξει να του πεις!- με παρακάλεσε να καθίσω σ' ένα χαμηλό κάθισμα που βρίσκονταν μπροστά μου, μέσα στο μισοσκότεινο σαλονάκι. Ως είμαι απ' το φυσικό μου δειλή μπροστά στους ανθρώπους που πρωτογνωρίζω, εκάθισα και πολύ λίγο του μιλούσα. Αυτό φαίνεται να τον ευχαρίστησε γιατί άρχισε να μου μιλεί περσότερο εκείνος και διέταξε σε λίγο τον αράπη του τον Άχμετ να φέρει whisky και μεζέδες. Σε λίγο συνήθισαν και τα μάτια μου στο λίγο φως της κάμαρας και μπόρεσα να τον κοιτάξω προσεχτικά καθώς μιλούσε πίνοντας. Είναι αδύνατος, χλωμός, με μαλλιά γκρίζα και πυκνά, πολύ πυκνά. Μα εκείνο που σου κρατά την προσοχή σου όλη είναι τα μάτια του, τα δυο παμμέγιστα, παράξενα, αινιγματικά του μάτια. Δυο τέτοια μάτια κανείς μας ποτέ δε θα τα ιδεί σ' άλλον άνθρωπο, απλούστατα γιατί δεν είναι μάτια σημερινού ανθρώπου. Είναι μάτια που έρχονται από πολύ μακριά, από τα βάθη των αιώνων, και κρατούνε μέσα τους το μυστήριο μιας άλλης ζωής άγνωστης σ' εμάς. Η φωνή του, όσο την άκουγα, μου φαίνονταν κι αυτή σα να ερχότανε από μακριά, και ο ίδιος, καθώς είχε τώρα αποτραβηχτεί σε μια σκοτεινή γωνιά, και μιλούσε για τέχνη -σ' εμάς; ή στον εαυτό του;- έμοιαζε πλάσμα εξωτικό, που ζούσε σ' άλλη από μας ατμόσφαιρα, που έπρεπε να τ' ακούς και να το βλέπεις από μακριά, και να μη παραξενευτείς καθόλου αν άξαφνα το δεις να χαθεί ολότελα από μπροστά σου και να σωπάσει. Η ομιλία του είναι γοητευτική. Τα πιο γνωστά πράγματα ξέρει να σ' τα παρουσιάζει σαν καινούρια, έτσι καθώς τα ντύνει με της τέχνης του την ωραιότητα. Στα πάντα βάζει τη σφραγίδα του, τα δωμάτια, τα έπιπλα, τα παλιά αγάλματα, τα σπάνια βάζα, το καθετί που τον τριγυρίζει είναι αρμονισμένο με τη φυσιογνωμία της Τέχνης του. Έτσι κι η ποιητική του τέχνη είναι τόσο δική του, τόσο Καβαφική, που καταντά αδύνατο να τη μιμηθεί κανείς έστω κι από μακριά χωρίς να πέσει στο γελοίο. Γιατί για να γράψεις σαν τον Καβάφη, πρέπει και να είσαι Καβάφης. Αλλιώς δε γίνεται. Είν' εύκολο αυτό; Όχι βέβαια. Είναι μάλιστα αδύνατο κατά τη γνώμη μου, και κάθε προσπάθεια θα ήταν μάταιη και προσποιητή. Ξέροντας πως ζω στην Αθήνα, ο ποιητής μου μίλησε για όλους σχεδόν τους ποιητές μας. Δείχνει σεβασμό για το έργο του Παλαμά, εκτίμηση για τον Ξενόπουλο που τον γνώρισε κάποτε, ενδιαφέρον για τον Πορφύρα. Προσέχει και ζυγιάζει πολύ τα λόγια του, μην ξέροντας τι φρονεί ο ξένος του, ποιους συμπαθεί και ποιους όχι. Φοβάται μη σε θίξει στο παραμικρό. Είναι ο πιο πολιτισμένος Έλληνας που γνώρισα. Η ειρωνεία -η ρωμαίικη ειρωνεία- η πότε λεπτή, πότε σκληρή, και συχνά χυδαία και βάναυση, είναι για τον Καβάφη τέλεια άγνωστη. Ο Καβάφης δε θα μπορούσε να σταθεί στη σημερινή Ελλάδα, και γι' αυτό κάνει σοφά που μένει μακριά της. "Το ξέρω πως δεν είναι ωραία εδώ που μένω"μου είπε, "γι'; αυτό ζω κλεισμένος σ' αυτό το σπίτι, μόνος με τα βιβλία μου. Δεν είμαι όμως ακόμα τέλειος ερημίτης. Σα βραδιάζει μ' αρέσει ν' ακούω την πόρτα μου να χτυπά. Είναι μια αδυναμία που πρέπει να την υπερνικήσω". Όταν έφυγα, κατεβαίνοντας τη μαρμαρένια σκάλα του σπιτιού, είπα στον Πάργα που με συνόδευε, και που γύρευε να μάθει τις εντυπώσεις μου: "Δεν ξέρω γιατί, δεν είμαι βέβαιη, αν αυτόν τον άνθρωπο τον άκουσα και τον είδα πραγματικά. Είστε βέβαιος πως μπορούμε να τον ξαναδούμε" Αυτός γελούσε και μ' εβεβαίωνε πως θα τον ξαναϊδώ. Βγήκαμε έξω. Ο θόρυβος της πολιτείας μου φάνηκε ακόμα πιο ανυπόφορος, και τα ξεφωνητά των αραπάδων αποτρόπαια. Τράβηξα προς το ξενοδοχείο. Και η μορφή του Ποιητή μ' ακολουθούσε. Σα βρέθηκα μόνη σκέφτηκα: Βέβαια, όλοι σχεδόν το βλέπουμε, πως η ζωή είναι άσκημη, και όμως τη ζούμε και τρεφόμαστε απ' την ασκήμια της καθημερνά. Αυτός κατάφερε να ξεφύγει απ' τη ρουτίνα της. Εγκαίρως κάρφωσε τα ερευνητικά του μάτια γύρω της γύρω στον Έρωτα και σαν τα βρήκε όλα τόσο άσκημα, πολύ φοβήθηκε. Υπερήφανος, δε δέχτηκε ν' αυτοχτονήσει. Οπλίστηκε με τεράστια θέληση, κλείστηκε μέσα στο σπίτι του, και φρουρός άγρυπνος του εαυτού του, έκανε την Τέχνη του ζωή. (...)

Εδώ και λίγον καιρό δημιουργήθηκε κάποιος θόρυβος γύρω στον αθόρυβο ποιητή. Κάποιος, λέει, μίλησε δημόσια υβριστικά για τον Καβάφη, για τη ζωή, για το έργο του, δεν ξέρω καλά καλά. Δε φρόντισα να μάθω γιατί είμαι βέβαιη πως θα 'ναι κάποια κακοήθεια. Δε φρόντισα να μάθω τα καθέκαστα, μα ο Ποιητής εκείνη τη μέρα ήρθε και στάθηκε και πάλι μπροστά μου με τα παράξενα αινιγματικά του μάτια που έρχονται απ' τα βάθη των αιώνων. Τον είδα τριγυρισμένον από τους φίλους του μέσα στο βάθος του μισοσκότεινου σαλονιού, κάτω απ' το μυστηριώδικο φως μιας κρεμαστής καντήλας. Το πρόσωπό του έδειχνε μια κάποια ψυχική κούραση. Ωστόσο ρωτούσε όλους και απαντούσε, και απορούσε, προ πάντων απορούσε! "Τι λες, Μαλάνο, γι' όλ'αυτά; κι εσύ, Αλιθέρση αγαπητέ; Αυτός ο Κύριος, πως λέγεται; Λαγουδάκης, νομίζω... Δεν ξέρω τι να υποθέσω. Απ' την Αθήνα μου γράφουν, κοίταξε, Πάργα, φίλε μου, πόση συμπάθεια με δείχνουν οι καλοί Αθηναίοι...δεν ξέρω αλήθεια πως θα μπορέσω... διάβασε, διάβασε" Είναι αργά και οι φίλοι του φεύγουν. Η πόρτα κλείνει, και ο Ποιητής βρίσκεται πάλι μόνος. Τα μάτια του, τα πριν θολά, έχουν τώρα μια κρυφή λάμψη. Επιτέλους είναι μόνος και θα τα ξεχάσει όλα. Αυτή η ιστορία τον ενόχλησε περσότερο απ' όσο υποπτεύουνταν οι φίλοι του. Κάτι απ' τη χυδαιότητα και την πεζότητα της καθημερινής ζωής μπήκε μ' αυτήν στο σπίτι του. Πρέπει να την ξεχάσει. Ξαπλώνεται στο χαμηλό αιγυπτιακό του ντιβάνι και διαβάζει, διαβάζει δυνατά, τι; ίσως κάποια μεσαιωνική ιστορία. Απ' τα θαμπά τζάμια του παραθυριού το φεγγαρίσιο φως αργογλιστράσει στην κάμαρα. Είναι το μόνο φως που ο ποιητής αφήνει ελεύθερα να τον επισκέπτεται. Σε λίγο αδερφώνεται με το φως των καντηλιών και των κεριών. Όλα τριγύρω είναι σιωπηλά, ιερά και μυστηριώδη. Οι σκιές της Αγάπης δε θ'αργήσουν να 'ρθουνε...
ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ

.

*********

.
Ομολογώ ειλικρινώς ότι τίποτε δεν είναι περισσότερον για τα πανηγύρια από τον ποιητήν τούτον και τους πανηγυριστάς του. Ιδού τι γράφει επί λέξει περί αυτού η Παναγία η Μυρτιδιώτισσα (φιλολογικόν ψευδώνυμον) η οποία τον εγνώρισεν εκ του πλησίον : « Ο Ξεβάφης είναι όλως διόλου διότροπο ολάσμα. Πίνει ούζο σε τριανταφυλλιά ποτηράκια, περπατάει με τα δυο του πόδια, παίρνει μεζέ με το πηρούνι του και κοιμάται όρθιος. Έχει μια καταπληκτική πρωτοτυπία σε όλα του. Είναι με δυο λόγια μεγάλος... Μα πιο πολύ απ' όλα μάς συγκινεί ο άνθρωπος, τα ποτηράκια του, τα παπούτσια του, οι τιράντες του και ιδίως τα γιλέκα του, που δείχνουν όλη τη λεπτότητα της ευγενικιάς του ψυχής». Ακόμη όμως πανηγυρικότερος είναι ο κ. Κουκουβαγιάνος, αμερόληπτος κριτικός και ιδιαίτερος υπάλληλος του ποιητού, ο οποίος μας λέγει τα ακόλουθα : «Ο Ξεβάφης είναι μεγάλος, μα το σταυρό, σ' ό,τι έχω ιερό, να μην προφτάσω να κάνω Λαμπρή, σας λέω: Βούϊξε η αραπιά με το ταλέντο του». Κατόπιν όλων αυτών δεν έχω παρά να παραθέσω, προς συμπλήρωσιν του πανηγυρισμού, το αριστούργημα του ποιητή :

Ήτο η ώρα μια και μισή'
αν ήτο και δυο δεν θα ορίσω,
Το ρολόι μου πάει πάντα πίσω,
επίναμε δε κυπραίικο κρασι
όταν εβγήκα έξω με κελεμπία
και ζητούσα κάποιον με πολλήν βια
επάνω στα μετάξια και στα λούσα.
Όταν τον βρήκα τούπα τι εζητούσα
και ήτο μια όασις εις ερημίαν
τόσο γλυκειά να κάμω γνωριμίαν.
ΣΠ. ΜΕΛΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: