15/6/11


Φλόγες μοιάζουν να ξερνούν τα μάτια αυτού του νέου, που το κορμί του, κάτω από της φτώχειας τα ενδύματα, σπαρταρά ολόκληρο. Τον πλησιάζει κι άλλο. Μα εκείνος δεν φαίνεται να έχει επίγνωση. Με βλέμμα απλανές και άσπλαχνο κοιτάζει αλλού.
Στο μεταξύ ο ποιητής βάζει το χέρι στην τσέπη του. Ψάχνει να βρει το μικρό δερμάτινο πορτοφολάκι για τα κέρματα, αγορασμένο κάποτε από έναν Εβραίο έμπορο στο παζάρι Σου-Γκόμα στο δυτικό λιμάνι. Ένα κράμα από λίρες, σελίνια, γρόσια και δεκάρες κουδουνίζουν εκεί. Μαζί και καμιά φτωχή δραχμούλα. Τραβά ένα νόμισμα αποφασιστικά και του το προτείνει.
Οπότε, ξαφνικά η φωνή του νεαρού, χωρίς να κοιτάξει προς το μέρος του, ακούγεται τραχιά μέσα από το ολοκαίνουργιο λαρύγγι του:
«Τράβα το δρόμο σου, κύριος».
Άκουσε καλά ή του φάνηκε; Παρ’ όλο το κρύο ο ποιητής ιδρώνει. Διστάζει, δεν θέλει να κάνει πίσω, να παραιτηθεί. Ίσως είναι η υπερηφάνεια που μιλά σ’ αυτό τον άνθρωπο. Ναι, σίγουρα αυτή υπαγορεύει τους απότομους τρόπους. Μένει νε το χέρι μετέωρο. Προσπαθεί να ψελλίσει κάτι. Δεν ξέρουμε ποιος είναι πιο απελπισμένος από τους δυο: αυτός που προσφέρει ή εκείνος που αρνείται;
Οπότε. Η τραχιά νεανική φωνή δίνει τη λύση:
«Κράτα τα λεφτά σου, γέρο. Δεν είμαστε για τα δόντια σου εμείς».
Και πάλι αμφιβάλλει αν άκουσε καλά. Καθυστερεί λίγα δευτερόλεπτα ακόμα. Είναι τα μάτια του νέου άντρα που ξερνούν λάβα και τον τραβάνε σαν μαγνήτης ή μήπως αυτή η απόρριψη τον πεισματώνει περισσότερο; Αυτόν! έναν καθωσπρέπει αστό, ένα στέλεχος της κοινωνίας. Κάνει ακόμα ένα βήμα προς το μέρος του. Νιώθει τώρα τα χέρια του νεαρού, χέρια με σιδερένιες λαβές, να τον απωθούν, να τον σπρώχνουν. Έτοιμα αν χρειαστεί να χειροδικήσουν. Λίγο ακόμα και από θύτης θα βρεθεί θύμα. Τρελέ ποιητή!
«Δεν άκουσες; Φύγε, σου λέω πούστη!»
Επιτέλους η μοιραία λέξη, που τον καταδιώκει χρόνια, ειπώθηκε. Αυτός ο νέος είναι μια επιτομή της κοινής γνώμης.
Ο ποιητής οπισθοχωρεί κακήν κακώς. Τρέμει ολόκληρος.

Μένης Κουμανταρέας: Το show είναι των Ελλήνων (Κέδρος)
.
umhomemgrego.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: