30/11/11

Anna Boghiguian

Ποιητής εξ Αλεξανδρείας

Κατάμονο το σούρουπο τον βρίσκει,
χωρίς καμμία συντροφιά.
Κανένα χέρι δεν χαρίζει τη φευγαλέα ζεστασιά του
σ’ όποιον τόσο πολύ την έχει ανάγκη,
σ’ αυτόν που βηματίζει τόσο αργά, με απλανές βλέμμα,
προς το μέρος όπου το φως του Αυγούστου
τον προστατεύει ακόμη.

Απ’ τα στενά σοκάκια
ανεβαίνει μια μυρωδιά στοιχειώδης, διαπεραστική,
από εδέσματα και σώματα
που άλλοτε εκτιμούσε.
Ανάλαφρο το βήμα του
χάνεται μέσα σ’ έναν ανήσυχο ψίθυρο
από φωνές και μουσικές.

Αυτή είναι η πόλη που τόσο αγάπησε
και που τις πέτρες και τα δέντρα,
τους μιναρέδες, τις πλατείες της,
κάτω από του μεσημεριού τον βαρύ ήλιο
ή τη μαρμαρυγή των άστρων,
γνώρισε όπως σήμερα γνωρίζει τα όνειρά του.

Προχωρεί λοιπόν
άγνωστος,
αγνοημένος από εκείνους,
που κάποια μέρα τού ‘δωσαν τα χείλη τους
και κράτησαν τη θλίψη και το δικό τους πόθο.

Ένα ανεπαίσθητο ρίγος,
η διάφανη σκιά από ένα δάκρυ,
τώρα που επιτέλους έπαψε να κυλά,
πιο κουρασμένη, πιο εύθραυστη
κάνουν τη μορφή του.

Δεν έχει σημασία
ή ίσως παραέχει.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης
ατενίζει τη νύχτα,
το σκοτάδι που σκέπασε τη θάλασσα

Χουάν Λουίς Πανέρο (Juan Luis Panero) / Ισπανία

Νάσος Βαγενάς (επιμ.): Συνομιλώντας με τον Καβάφη.



Ανθολογία ξένων καβαφογενών ποιημάτων (Κέντρο ελληνικής γλώσσας, 2000)
Μετάφραση: Βίκτωρ Ιβάνοβιτς

Δεν υπάρχουν σχόλια: